- αταπείνωτος
- -η, -ο (AM ἀταπείνωτος, -ον)αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ταπεινωθείμσν.- νεοελλ.1. υπεροπτικός, υπερήφανος2. ακούραστος, ακατάβλητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀταπείνωτος — not humbled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αταπείνωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ταπεινώθηκε, δε μειώθηκε ηθικά: Σ όλη του τη ζωή φρόντισε κι έμεινε αταπείνωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀταπεινώτως — ἀταπείνωτος not humbled adverbial ἀταπείνωτος not humbled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταπείνωτον — ἀταπείνωτος not humbled masc/fem acc sg ἀταπείνωτος not humbled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταπεινώτους — ἀταπείνωτος not humbled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταπεινώτῳ — ἀταπείνωτος not humbled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несъмѣрьнъ — (1*) пр. Зд. Несломанный, цельный: [ересь] ѹподобисѧ искрь лодьи... когождо ѹбо ересии. лодь˫а ка˫а сѹщи. нерадьна же и несмѣрьна. воображень˫а не ˫авлѧѥть. (ἀταπείνωτος) ПНЧ XIV, 203а. Ср. съмѣрьныи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμείωτος — η, ο (Α ἀμείωτος, ον) [μειώνω] αυτός που δεν μειώθηκε ή δεν μπορεί να μειωθεί, ακέραιος ανέπαφος νεοελλ. 1. (με ηθική σημασία) αυτός που δεν υπέστη ή δεν μπορεί να υποστεί ηθική μείωση, αταπείνωτος, ανεπισκίαστος 2. (με ποιοτική σημασία)… … Dictionary of Greek
ԱՆՆՈՒԱՍՏԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0213 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ἀταπείνωτος indejectus Որ չէ նուաստագոյն կամ ցած եւ անարգ, այլ նշանաւոր, հոյակապ. *Աննուաստագոյն զանձն ապրեցուցանել. Բրս. ապաշխ.: *Առ սաստկագունի եւ աննուաստագունի կոմսի. Սարկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)